Το γλωσσάρι του Δάσους


δασάκι (το) μικρό δάσος ΣΥΝ. δασϋλλιο.

δασαρχείο (Το) 1. η τοπική κρατική αρχή που εποπτεύει τις δασικές εκτάσεις οι οποίες βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία της και μεριμνά για τη νόμιμη διαχείριση και εκμετάλλευσή τους 2. (συνεκδ.) το κτίριο όπου στεγάζεται η υπηρεσία αυτή.

[ Η λ. μαρτυρείται από Το 1833].

δασάρχης (ο) ο προϊστάμενος δασαρχείου.

[Η λ. μαρτυρείται από το 1836].

δασικός, -ή, -ό 1. αυτός που σχετίζεται με το δάσος: – έκταση / έλεγχος! προϊόν! υπηρεσία 2. (ως ουσ.) ο υπάλληλος τής δασικής υπηρεσίας.

δασοκομία (η) (χωρ. πληθ.) ο κλάδος τής δασικής επιστήμης ο οποίος ασχολείται με τη δημιουργία, την ανάπτυξη και τη φροντίδα των δασών.

[Η λ. μαρτυρείται από Το 1854]

δασοκομικός, -ή, -ό 1. αυτός που σχετίζεται με τη δασοκομία 2. δασοκομική (η) (ενν. επιστήμη) η δασοκομία.

[ΕΤΥΜ. Η λ. μαρτυρείται από το 1898]

δασολογία (η) η επιστήμη που ασχολείται με την εξασφάλιση των οικονομικών πόρων που προέρχονται από τα δάση. – δασολόγος (ο/η), δασολογικός, -ή, -ό.

[ Η λ. μαρτυρείται από το 1843]

δασονομείο (Το) 1. η Τοπική δασική αρχή που ελέγχει την εφαρμογή τής δασικής νομοθεσίας και υπάγεται υπηρεσιακώς στο δασαρχείο 2. (συνεκδ.) Το κτίριο όπου στεγάζεται η παραπάνω αρχή.

[ Η. λ. μαρτυρείται από το 1836].

δασονομία (η) η εποπτεία και προστασία των δασικών εκτάσεων. – δασονομικός, -ή, -ό.

[ΕΤΥΜ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897]

δασονόμος (ο) ο κατώτερος δασικός υπάλληλος που ασκεί διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα σε περιφέρεια του δασαρχείου.

[ΕΤΥΜ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836].

δασοπονία (η) κλάδος τής δασολογίας που ασχολείται με την εφαρμογή των πορισμάτων της για τη διαχείριση και εκμετάλλευση των δασικών εκτάσεων προς όφελος τού ανθρώπου. – δασοπόνος (ο).

[Η λ. μαρτυρείται από το 1891]

δάσος (Το) 1. η μεγάλη έκταση που καλύπτεται από πυκνή βλάστηση (άγριων) δέντρων και θάμνων: πυκνό/ παρθένο! τροπικό Ι αδιαπέραστο ΣΥΝ. δασότοπος, (αρχαιοπρ.) δρυμός· 2. (κατ’ επέκτ.) έκταση γης πυκνοφυτεμένη με δέντρα, άγρια ή ήμερα: από ελιές 3. (μτφ.) πυκνό πλήθος (από ψηλά ή όρθια αντικείμενα): από λόγχες / από χέρια. – (υποκ.) δασάκι κ. (λογιότ.) δασύλλιο (Το).

δασοσκέπαστος, -η, – (για τόπο) αυτός που είναι καλυμμένος με δάση. Επίσης δασοσκεπής, -ής, -ές. δασότοπος (ο)

[Η λ. μαρτυρείται από Το 1836].

δασοφύλακας (ο) )δασοφυλάκων ο κατώτερος υπάλληλος τής δασικής υπηρεσίας που επιτηρεί και ελέγχει ορισμένη δασική περιοχή.

[ΕΤΥΜ. Η λ. μαρτυρείται από Το 1856).

Δασοφυλοκείο (Το) το κτίριο όπου στεγάζονται οι δασοφύλακες κατά την υπηρεσία τους.

(ΕΤΥΜ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897).

δασοφυλακή (η) 1. κρατική υπηρεσία που είναι υπεύθυνη για τη φύλαξη των δασών 2. Το σώμα των δασο- φυλάκων.

[ Η λ. μαρτυρείται από το 1890).

δασοφυτεία (η) η φυτεία άγριων δέντρων (πεύκων, βαλανιδιών κ.ά.) που θα εξελιχθεί σε δάσος.

[Η λ. μαρτυρείται από Το 1891]

δασόφυτος, -η, -ο (τόπος) αυτός που καλύπτεται από δάση: – περιοχή! πλαγιά! λόφος ΣΥΝ. δασοσκεπής, δασώδης

[ΕΤΥΜ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854]

δασύλλιο το (λόγ.) μικρό δάσος ΣΥΝ. δασάκι.

δασώδης, -ης, -ες τόπος που καλύπτεται από δάση ή από πυκνή βλάστηση: περιοχή ΣΥΝ. δασόφυτος, δασοσκεπής. Επίσης δασωτός, -ή, -ό.

δασώνω ρ. μετβ. κ. αμετβ. [ ]δάσω-σα, -θηκα, -μένος) 1. (μετβ.) δενδροφυτεύω περιοχή, για να γίνει δάσος ΑΝΤ. αποψιλώνω· (αμετβ.) 2. (για τόπους) γίνομαι δασώδης, γεμίζω αγριόχορτα και θάμνους 3. (για δέντρα ή θάμνους) αποκτώ πυκνό φύλλωμα 4. (μτχ. δασωμένος, -η, -ο) (α) (για τόπο) δασώδης (β) (μτφ.) με πυκνό τρίχωμα, δασύτριχος: – στέρνο. – δάσωση (η) κ. δάσωμα (το).

δασερός, -ή, -ό, γεμάτος δάση

δασικός, -ή, -ό, 1. αυτός που έχει σχέση με το δάσος

δάσωση, η, το φύτεμα μιας περιοχής με δέντρα, ώστε να γίνει δάσος.

Δασικές Εκτάσεις Εκτάσεις με θάμνουςή αραιά χαμηλά δέντρα, οι οποίες δεν προσφέρουν ούτε στην ξυλοπαραγωγή ούτε και στις ανάγκες βόσκησης.

Δασική Περιοχή Περιοχή με φυσική βλάστηση.

Δασική Πυρκαγιά Κάθε ανεξέλεγκτη ή προδιαγεγραμένη καύση που καίει δασική, λιβαδική, αλπική ή υπαλπική βλάστηση.

Δασική Πυρκαγιά Κάθε πυρκαγιά που διατρέχει δασική περιοχή, είτε πρόκειται για προδιαγεγραμμένη καύση είτε για ανεξέλεγκτη πυρκαγιά.

Δασικός Τάπητας Στρώμα από φυλλοτάπητα ή βελονοτάπητα, οργανική ουσία σε μερική αποσύνθεση και χούμο ή οργανικά υπολείμματα σε τέλεια αποσύνθεση.

Δασοαστική Ζώνη Το όριο, η ζώνη ή η περιοχή όπου κατασκευές, οικισμοί ή άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα έρχεται σε επαφή ή περικλείεται από μεγάλες ποσότητες δασικών καυσίμων.

Δασοκάλυψη Συστάδες δέντρων ή δασική ξυλώδης βλάστηση η οποία αυξάνεται σε αλληλεπίδραση σε μία γεωγραφική περιοχή.

Δασοκομική Φροντίδα Ενέργειες που γίνονται για την εξυπηρέτηση των στόχων της διαχείρισης του δάσους και που περιλαμβάνουν χειρισμούς συστάδων ή μεμονωμένων δέντρων σε οποιοδήποτε στάδιο της εξέλιξής τους. Οι χειρισμοί αφορούν καλλιεργητικές φροντίδες της ίδιας της συστάδας ή περιορισμό της δράσης ανταγωνιστικής γι’ αυτήν βλάστησης.

Δασοπροστασία Κλάδος της δασολογίας που αφορά την πρόληψη και έλεγχο ζημιών στα δάση που προκαλούνται από τον άνθρωπο (εμπρησμοί, βόσκηση, λαθροϋλοτομίες, κ.λ.π.), από επιδημίες, καταιγίδες, παγετούς και άλλους κλιματικούς παράγοντες.

Δάσος εκτός διαχείρισης Δάσος το οποίο έχει χαμηλό παραγωγικό δυναμικό για παραγωγή εμπορικών προϊόντων και ως εκ τούτου δεν διαχειρίζεται βάσει σχεδίου.